χαλίφρων — light minded masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρον — χαλίφρων light minded masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονα — χαλίφρων light minded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονας — χαλίφρων light minded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονες — χαλίφρων light minded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονι — χαλίφρων light minded masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονος — χαλίφρων light minded masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλιφρονώ — έω, Α [χαλίφρων, όνος] είμαι χαλίφρων*, απερίσκεπτος («καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
шалить — ю, шалеть, ею беситься, сходить с ума , шаль ж., род. п. и шалость, резвость, бешенство , шалый, укр. шалiти сходить с ума , шалений сумасшедший , шалатися шляться , блр. шалець беситься , шалiць шалить , русск. цслав. шале{}нъ furens , болг.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek